-
1 εννεοσσευω
атт. ἐννεοττεύω1) тж. med. (где-л.) вить гнезда, выводить птенцов(ἐν τοῖς βαλαντίοις Arph.; ἐν τῇ πόλει Plat.; ὀρνέων πλῆθος ἐννεοττεύεται Diod.)
2) взращивать, воспитывать, лелеять(ἔρωτα παρά τινι Plat.)
См. также в других словарях:
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek